- πελταστική
- πελταστικόςskilled in the use of thefem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πελταστικός — ή, όν, Α [πελταστής] 1. έμπειρος, ικανός στον χειρισμό τής πέλτης 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πελταστική (ενν. τέχνη) η δεξιότητα τού πελταστού 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πελταστικόν (περιληπτ.) το στρατιωτικό σώμα που το αποτελούσαν πελταστές 4. (ως επίρρ.… … Dictionary of Greek
ԱՍՊԱՐԱՒՈՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0316 Chronological Sequence: Unknown date գ. πελταστική ars utendi pelta Կրելն եւ վարելն զասպար. *Աղեղնաւորուեաց, եւ ասպարաւորուեաց, եւ ամենայն զինամարտութեան. Պղատ. օրին. ՟Է … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՍՊԱՌԱԶԻՆԱԿԱՆ — ( ) NBH 2 0735 Chronological Sequence: Unknown date, 8c ա. ὀπλιτικός militaris եւ πελταστικός peltatus. Սեպհական սպառազինի եւ սպառազինութեան. եւ Սպառազինեալ. զինուորական. եւ Ասպարաւոր. *Առեալ անդուստ (յարեւելից) ի սպառազինական ընտրութիւն: Ոչ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)